- σαραπιακόν
- σαραπιακόςof Sarapismasc acc sgσαραπιακόςof Sarapisneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαραπιακός — ή, όν, Α [Σάραπις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σάραπι 2. φρ. «φανίον σαραπιακόν» ονομασία εμπλάστρου … Dictionary of Greek